- κορυζώδης
- κορυζώδης, -ῶδες (Α)αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορυζώδης — suffering from catarrh masc/fem acc pl (attic epic doric) κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζώδεις — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem acc pl κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζωδέων — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζώδεσι — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζώδεσιν — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
λεμφώδης — λεμφώδης, ῶδες (Α) [λέμφος] 1. κορυζώδης, μυξώδης 2. μτφ. (για πρόσ.) ηλίθιος, βλάκας … Dictionary of Greek